- τριβήν
- -ῆνος, ὁ, Ατρίποδο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρι-* + -βην (< θ. βη-/βᾱ- τού βαίνω*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριβήν — τριβή rubbing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek